μπελαλοδουλειά

μπελαλοδουλειά
η
1. δύσκολη δουλειά
2. περίπλοκη κατάσταση που προξενεί μπελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπελαλής + δουλειά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μανούρα — η 1. δημώδης ονομασία τού εφοπλισμού τού πλοίου, τού εξοπλισμού με όλα τα αναγκαία 2. περίπλοκη κατάσταση που δημιουργεί δυσχέρεια, μπελαλοδουλειά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”